ανήφορος

ανήφορος
[анифорос] ουσ. а. подъем.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ανήφορος" в других словарях:

  • ανήφορος — ο (Μ ἀνήφορος) 1. δρόμος ή τόπος ανηφορικός 2. δυσκολία, δοκιμασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανώφορος < αρχ. ανωφερής Το η της λ. ανήφορος πιθ. αναλογικά προς το κατήφορος (< κατώφορος < κατωφερής) όπου το η οφείλεται σε ρημ. αύξηση η (κατήφερε… …   Dictionary of Greek

  • ανήφορος — ο 1. δρόμος που οδηγεί προς τα πάνω: Στον ανήφορο ο φίλος του δυσκολευόταν. 2. ανέβασμα της τιμής: Τα πράγματα άρχισαν να παίρνουν τον ανήφορο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • María Plytá — (grec moderne : Μαρία Πλυτά) née le 26 novembre 1915 à Thessalonique et décédé le 4 mars 2006 était une réalisatrice et metteur en scène grecque. Elle fut la première femme à réaliser un film en Grèce avec Les Fiançailles en 1950. Elle avait …   Wikipédia en Français

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

  • αλλήθωρος — η, ο (Μ ἀλλήθωρος) αυτός που βλέπει όχι ευθύγραμμα αλλά λοξά, αυτός που έχει στραβισμό, στραβόθωρος, γκαβός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. άλλη θωριά. Κατ άλλη άποψη ο τ. αλλήθωρος < αλλόθωρος (< άλλος + θωρώ), κατ’ απόδοση τού αρχ. επιθ. ἑτερ όφθαλμος …   Dictionary of Greek

  • ανεβόλεμα — το 1. ο ανήφορος 2. η δυσκολία …   Dictionary of Greek

  • ανηφοριά — η (κ. ανηφόρια, η κ. ανηφόρι, το) ανήφορος …   Dictionary of Greek

  • ανωφέρεια — η (Α ἀνωφέρεια) η νεοελλ. 1. κλίση εδάφους προς τα επάνω 2. έδαφος με κλίση προς τα επάνω, ανήφορος αρχ. κίνηση προς τα επάνω …   Dictionary of Greek

  • κατήφορος — ο (Μ κατήφορος) δρόμος επικλινής, έδαφος κατηφορικό, κατηφοριά νεοελλ. 1. μτφ. δρόμος που οδηγεί στην καταστροφή ή σε ηθικό ξεπεσμό, πτώση (α. «η επιχείρηση πήρε τον κατήφορο» β. «η κόρη του πήρε τον κατήφορο») 2. ευκολία, ευχέρεια που υποβοηθεί… …   Dictionary of Greek

  • Αρχάνες — Αρχαία πόλη της Κρήτης, σε απόσταση 15 χλμ. από το σημερινό Ηράκλειο. Οι Α. είναι πανάρχαιος οικισμός. Η αρχική ονομασία ήταν Αχάρνα, από το οποίο προέρχεται το νεότερο. Ο οικισμός ήταν κατοικημένος από τη μινωική εποχή, όπως μαρτυρούν τα… …   Dictionary of Greek

  • ανηφοριά — ανηφοριά, η και ανηφόρα, η ανήφορος: Η ανηφοριά ήταν πολύ απότομη, γι αυτό κι είχαν όλοι λαχανιάσει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»